- υποκλύζω
- ὑποκλύζω ΝΜΑκάνω κλύσμα, καθαρίζω τον εντερικό σωλήνα με κλύσμα («τὴν κοιλίην ὑποκλύζειν», Αρέτ.)μσν.-αρχ.πλημμυρίζω, ξεχειλίζω («πόντος ὑποκλύζει χθονὸς ἕδρανα», Παύλ. Σιλ.)αρχ.1. (με αιτ.) υποσκάπτω, υπονομεύω («τὴν σύμπασαν ὑποκλύζειν πόλιν», Ιώσ.)2. παθ. ὑποκλυζομαικατακλύζομαι, βυθίζομαι («παρασύρεται τῆς ψυχῆς ὑποκλυζομένης πάντοθεν αἰδὼς καὶ ἀρετή», Λουκιαν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + κλύζω «πλημμυρίζω, ξεπλένω με νερό»].
Dictionary of Greek. 2013.